- ποταμοδιάρτης
- ποτᾰμο-διάρτης, ου, ὁ, ([etym.] διαίρω)A river-ferryman, Artem.4.66.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποταμοδιάρτης — river ferryman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμοδιάρτης — ὁ, Α ο πορθμεύς σε ποταμό, αυτός που κάνει τακτικά δρομολόγια από τη μια όχθη στην άλλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + διαρτῶ «διαιρώ, διαχωρίζω»] … Dictionary of Greek
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek